- κυνηδόν
- κυνηδόν (Α)επίρρ. σαν σκυλί, σκυλήσια.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κυνηδόν — like a dog indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CANINA Effigies in capite — symbolum olim Ducis ignavi et vitiis mersi. Non dico illum utilem Canem, vigilem et pastoritium; nec venaticum, et generosum, de quibus infra: sed timidum, impurum, ignavum latratorem, crudelem, exedentem cadavera, cuiusmodi apud Bactrianos… … Hofmann J. Lexicon universale
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek